- μετασχεῖν
- μετέχωpartake ofaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάσχετος — ἀμετάσχετος, ον (Μ) αυτός, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να μετάσχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετασχεῖν, απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. μετέχω] … Dictionary of Greek